- αναισθήτηση
- ηη αναισθήτιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθητώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Μ. Αγγελόπουλο Αθάνατο).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναισθητώ — ( έω) (Α ἀναισθητῶ) δεν έχω αίσθηση ή αισθητικότητα, είμαι αναίσθητος σωματικά ή ψυχικά νεοελλ. προκαλώ σωματική αναισθησία κατά τις εγχειρήσεις με κατάλληλα φάρμακα, αναισθητίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσθητος. ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθήτηση] … Dictionary of Greek